- δονακοεις
- δονακόειςδονᾰκόεις-όεσσα -όεν1) заросший тростником
(Εὐρώτας Eur.)
2) тростниковый, камышевый(δόλος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Εὐρώτας Eur.)
(δόλος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δονακόεις — δονακόεις, εσσα εν (Α) 1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια 2. φρ. «δονακόεις δόλος» καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα … Dictionary of Greek
δονακόεντος — δονακόεις reedy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)